- φυτοφαγικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτοφαγία ή στον φυτοφάγο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytophagic < phytophagy (βλ. λ. φυτοφαγία). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1886 στον Γ. Δροσίνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυτοφαγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτοφαγία (βλ. λ.), που είναι της φυτοφαγίας: Φυτοφαγική δίαιτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)